ἄστλιγξ, -ιγγος, ἡ
• Alolema(s): tb. ἄστρι(γ)ξ Hsch.α 7862, EM 159.38G.


chispa de juego Philet.24, Hdn.Gr.1.44, ἄστλιγγας· αὐγάς. ἢ ἄστριγγας Hsch.; cf. ἀστιάγγας, ὄστλιγξ.