ἄσσιστα
• Alolema(s): arcad. ἄσιστα IG 5(2).159.17 (Tegea)
adv. sup. de ἄγχι muy cerca A.Fr.66, cf. Hsch.,
τοὶ 'ς ἄσισταlos parientes más cercanos, IG l.c., cf.
τοὶρ δὲ ἐπ' ἄ<σ>σισταSchwyzer 424.9 (Élide IV a.C.), v. tb. ἄγχιστος, ἀσσότατος.