< ἀσπαστύς
ἄσπειστος >
ἄσπεδος
,
-ου, ὁ
caracola
,
concha marina
ἄγει δὲ παντοδαπὰ κογχύλια, λεπάδας, ἀσπέδους
Epich.12.2.