ἄσπασμα, -ματος, τό
I
φίλας ἡδονὰς ἀσπασμάτων ἔχωE.El.596,
τῶν ἐν εὐνῇ φιλτάτων ἀσπασμάτωνE.Hec.829, cf. Tr.1187, IT 376, Ph.2.77, Luc.Am.53, Ach.Tat.5.8.3.
2 sg. amado, objeto del amor
πάντων ἥδιστον ἡμῖν ἄ. καὶ θέαμα καὶ ἄκουσμαPlu.2.608e.
II plu. saludo
ψιττακὸς ... αἰεὶ δ' ἐκμελετῶν ἀσπάσμασι Καίσαρα κλεινόνAP 9.562.3 (Crin.).