ἄσμενος, -η, -ον
• Alolema(s): ἅ- en Pl.
• Morfología: [sup. ἁσμενέστατα Pl.R.329c, ἀσμεναίτατα Cic.Att.329.1]


1 siempre como pred. contento, de buen grado c. verb. de mov. φύγεν ἄ. ἐκ θανάτοιο Il.20.350, cf. Od.9.63, ἔφευγον ἄσμενοι τὴν ἵππον Hdt.9.52, τοὺς δ' ἐκ θαλάσσης ἀσμένους πεφευγότας E.Hel.398, οὐχ ἅσμενος εἶσιν αὐτόσε; Pl.Phd.68b, ὁ ... Σοφοκλῆς ἄ. ἔφη τὰ ἀφροδίσια ... ἀποπεφευγέναι Plu.2.788e
ἄσμενον μολεῖν γέφυραν A.Pers.736, ἄσμενοι ἐφοίτων παρὰ τὸν Δηιόκεα Hdt.1.96, ὡς ἦλθες ἡμῖν ἀσμένοις φιλτάτη Ar.Pax 582, cf. Ach.267, κ(ατα)βέβηκεν ἄσμ(εν)ος Timocl.14.2, ἁσμένας (sc. ψυχάς) εἰς τὸν λιμένα ἀπιούσας Pl.R.614e, cf. 620d
c. verb. de acción ἄ. δὲ τἂν ... κάμψειεν γόνυ A.Pr.395, (καταλλαγάς) ἀν ἐκεῖνος ποιήσαιτ' ἄ. D.1.4, αἱ πόλεις ... γελῶσιν ἄσμεναι Ar.Pax 540, φυτὰ προσγελάσεται ... ἄσμενα Ar.Pax 600, ἐκάθευδον ἄ. Lys.1.13, ἀνθρώπους ... ἀσμένους ἀπὸ ναυμαχίας ... οὐ δοκεῖν ἂν ... ὑπακοῦσαι Th.7.73, cf. Is.9.24, οἱ δὲ περὶ τὸν Μακκαβαῖον ἄσμενοι περιεκάθισαν τὸ φρούριον LXX 2Ma.10.33
c. verb. de percepción ἄσμενός σ' ἰδὼν πρὸς ἀσμένας πέπτωκα σὰς παρηίδας E.Io 1438, ἀσμένη ... ἤκουσε X.Smp.9.3, ἄσμενον ὄμμα τίταινεν Nonn.D.39.256
c. verb. del tipo ‘encontrar’, ‘recibir’ μάντιν ἄ. εὗρεν Pi.O.13.74, cf. Pl.Grg.486d, ὑποδεξάμενον ἄσμενον τοὺς λόγους τὸν Πανιώνιον Hdt.8.106, εἴ τέ τις ἄρχειν ἄ. αἱρεθεὶς παραινεῖ Th.6.12, πρόφασιν εἴληφ' ἄ. Men.Asp.394, cf. 433, ἄ. ἄν σε προσεδεξάμην Plu.2.777b
c. verb. de devenir οὐκ ἂν ἐλεύθεροι γένοιντ' ἄσμενοι D.2.8, Πέρσαι ... ἄσμενοι ἐλευθεροῦντο Hdt.1.127
en constr. en dat. y gener. c. verb. cop. ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένῳ εἴη me sería grato, Il.14.108, ἀσμένῳ δέ σοι con agrado tuyo A.Pr.23, ἀσμένῃ δέ μοι S.Tr.18, σφι ἀσμένοισι Hdt.8.14, ἦν αὐτοῖς ὁ πλοῦς ἀσμένοις X.Eph.1.12, ἀσμένῳ οἱ ἐγένετο ἡ ἐπιδημία τοῦ ἀνδρός Philostr.VS 521
sup. ἀσμενωτάτη apreciadísima ποίη (βουσίν) Hp.Art.8 (p.216)
neutr. plu. sup. c. valor adverb. ἁσμενέστατα muy gustosamente ἁ. ... αὐτὸ (e.d. τἀφροδίσια) ἀπέφυγον Pl.R.329c, cf. 616a, ἀσμεναίτατα Cic.l.c.

2 adv. -ως gustosamente, gozosamente (αἱ Ἀμαζόναι) σ' ὁδηγήσουσι καὶ μάλ' ἀ. A.Pr.728, ἀ. ἐπὶ τὰς διαλλαγὰς ... ὥρμησαν Isoc.4.94, ἀ. ὑποδέχεσθαι X.Mem.3.11.10, ἀ. ἠκούσαμεν Alex.142, οὐκ ἀ. ἔμαρψεν ἐρράου σκύλος Lyc.1316, φαγὼν ἀ. Vit.Fr.Pap. en POxy.1798.44.4.7, μάλιστα ἀ. cordialmente Philostr.VA 3.27, cf. Plu.2.82e.
• Etimología: Part. rel. por algunos c. la raíz *su̯ād- de ἥδομαι q.u., de donde *Ϝαδ-σ-μενος, aunque no hay restos de Ϝ. Tb. rel. c. νέο-μαι, de donde *n̥s-s-menos. Otros rel. c. mic. a-se-so-si de *seH2-/*sH2- en ἄση, ἅδην q.u.