ἄσμα, -ματος, τό
• Alolema(s): ᾆσμα Sud.; ἆσμα EM 270.18G.


1 en el telar urdimbre, AB 452, Sud., EM l.c.

2 sent. dud. τὰ τῆς αὐτῆς δ]ιοικήσεως γιγνόμενα ἀναλώματα εἴτε ἐπὶ τόπων εἴτε ἐν τῇ τάξι εἴτε ἐκ ασματος (sic) PRainer Cent.122.6 (V d.C.).