ἄσκυλτος, -ον
I
ὁ κρεμαστὴρ ὅ τε δίδυμος ... ἄσκυλτοι τύχοιεν εἶναιHeliod. en Orib.50.47.5,
εἴ ποτε τραῦμα ἐν ποδὶ σχοίη, μετεωρίζει τοῦτον καὶ ὡς οἷόν τε ἄσκυλτον τηρεῖS.E.P.1.71,
χωρὶς τῆς ... ἐκ τῶν ἥλων ἀσφαλείας ἄσκυλτον ἐπιμεῖναιMart.Pol.13.3
•no estorbado, no expuesto a ninguna molestia del enfermo en cama
ἄ. μενέτωPhilum. en Aet.9.23,
ἄ. οὗτος ὁ τρόπος καὶ ἀφοβώτεροςSor.53.7,
τὸ ἄσκυλτον τῆς καθέσεωςSor.138.6
•sin pelar
ἄσκυλτον ... τὴν κεφαλήνConst.App.1.3.8
•intacto, indemne
οὐρανοδρόμον ... ἅρμα ... ἄσκυλτονTim.Ant.Sym.M.86.240A,
ἱερόνIG 12(9).15,
τὸ μνημεῖονINikaia 556.8 (IV/V d.C.).
2 en cláusulas contractuales libre de cualquier perjuicio
κἀμὲ ἄσκυλτον ποιήσῃςPOxy.532.14 (II d.C.),
ἀπαρενόχλητον καὶ ... ἄσκυλτον παρέξειν τὸν ΦιλοσαρᾶπινPOxy.2769.23 (III d.C.), cf. PHarris 64.20 (III/IV d.C.), POxy.2859.18 (IV d.C.).
II adv. -ως íntegramente, de forma que no se rompa de cálculos
κομιζόμενθι τὸν λίθον ἀσκύλτωςGal.14.785
•sin daño, de manera incólume
ἀ. διαμένειςNil.M.79.577A, cf. 865D
•de forma que no dé tirones del uso del peine
τὴν κεφαλὴν ἀ. διαπονῆσαιHerod.Med. en Orib.10.17.1.