ἄσκεπτος, -ον
I
ἐκεῖνο μόνον ἄσκεπτον ... ὅ τι δράσειςAr.Ec.258,
μὴ ... καὶ τὸ μέγιστον οὗ ἕνεκα ὁ λόγος ὥρμηται ... ἄσκεπτον γένηταιPl.Tht.184a, cf. X.Mem.4.2.19, Plb.2.56.2, Ph.1.1,
οὐδὲ μύες ... ἄσκεπτοι ἐγένοντοArat.1134, de síntomas en una enfermedad, Gal.13.154
•a lo que no se presta atención
οὔκ ἄσκεπτα δυνάμενος λέγεινteniendo facultad de pronunciar (discursos) dignos de atención Ephipp.14.5.
2 inobservable, imposible de constatar
ἐν ἀσκέπτῳ χρόνῳArist.APo.89b10,
ἀτέκμαρτοι καὶ ἄσκεπτοι γάμοιOpp.H.1.773.
3 no atento, no observador, irreflexivo de pers.
μήτοι τις ... ἀσκέπτους ἡμᾶς ὄντας θορυβήσῃPl.R.438a,
αὐτοὶ δ' ἄσκεπτοι καὶ ἀφρόντιδεςPlu.2.45d
•c. gen. o περί y gen.
τούτων ἀσκέπτους ... τοὺς παλαιούςPlu.2.646f,
αὐτοὶ ἄσκεπτοι ὄντες περὶ τῶν ἰδίωνLuc.Cyn.18, de dichos
τὴν παιδιὰν μὴ ἄσκεπτον οὖσανal ser juegos de palabras inteligentes Clearch.63.1, de abstr.
ὁρμήI.BI 6.328,
ἐλπίςI.BI 5.66
•neutr. compar. como adv. sin comprobación, irreflexivamente
λέγεινArist.Pol.1274a30,
κεχρῆσθαι ἀσκεπτότερον αὑτοῖςPlu.Demetr.1.
II adv. -ως irreflexivamente, a la ligera, sin previo examen
βουλεῦσαιTh.6.21,
λέγεινIsoc.15.292, cf. 158, Pl.Chrm.158e,
ἔχεινPl.Cra.440d,
αὐτόθεν ἀ. παραγίνονταιPlb.5.98.2,
οὐ ... ἀ. μετ' ὄχλου ἐκπορευτέονAen.Tact.23.6,
ἀ. καὶ ἀνοήτως κινεῖσθαιHorap.2.87
•c. gen.
ἀ. ἔχων τοῦ ἀμείνονοςPl.Grg.501c,
τοῦ δέοντοςNumen.25.51.