< ἀσκάριστος
Ἄσκαρος >
ἄσκαρος
,
-ου, ὁ
• Morfología:
[tb. τό Poll.4.60]
1
cierto tipo de
castañuela
ἦχον ἐποίει κροτάλῳ παραπλήσιον
Poll.l.c., en plu., Hsch.
2
plu. cierto tipo de
sandalias
Hsch.