< Ἄσκαλις
Ἄσκαλος >
ἄσκαλος
,
-ον
agr.
no escardado
τὰ πρὸ θυρᾶν μοι ἀπὸ σπόρω ἄσκαλα πάντα
Theoc.10.14, cf. Sch.Theoc.
ad loc
.,
ἄσκαλα· ἀκάθαρτα
Hsch.
•
fig. prob. de la juventud
no trabajado
ἄ. αἰών
Orác. en
IEphesos
1252.7 (II d.C.).