ἄσειστος, -ον


1 inconmovible, firme γῆ Max.Tyr.41.4, αἰθήρ D.L.8.26
fig. εὐδαιμονία ὀρθὴ καὶ ἄ. Max.Tyr.33.5, λογισμός Clem.Al.Paed.2.2.22, de la geometría ὑποβάθρα ... ἄ. Gr.Thaum.Pan.Or.8.23, θεμέλιοι τῆς Σιών Basil.M.30.625B, de la fe de los apóstoles οἰκία ἄ. Chrys.M.57.326
subst. τὸ ἄσειστον firmeza de San Pedro τὸ ἄσειστον ἔχων ἐν τῇ πίστει Origenes M.17.341A, de Cristo πέτρα ... διὰ τὸ τῆς ῥώμης αὐτοῦ ἄσειστον Mac.Aeg.Serm.B 40.2.5.

2 adv. -ως sin conmociones fig. πάντα γίνεται ἀ. se obtiene la absoluta tranquilidad espiritual Epicur.Ep.[3] 87, ἤθελον ἀσφαλῶς καὶ ἀ. (εἶναι) Arr.Epict.2.17.33.