< Ἀρούϊοι
ἄρουρα >
ἄρουλα
,
-ης, ἡ
lat.
arula
,
recipiente con brasas
,
brasero
ἐσχαρίδες· ἃς νῦν ἀρούλας καλοῦσιν
Sch.Clem.Al.
Paed
.254.16.