< Ἀρκέσιον
ἄρκεσμα >
ἄρκεσις
,
-εως, ἡ
ayuda
πρὸς ἀνδρὸς μὴ βλέποντος
S.
OC
73,
οὐδὲ γὰρ ἄρ[κε]σιν ἔσχεν
IG
12(3).868.11 (Tera, rom.).