< ἀρκάνη
ἀρκαπάτης >
ἄρκανος
,
-ου, ὁ
• Morfología:
[beoc. gen. sg. ἀρκάνω
IGC
p.98A11 (Beocia III/II a.C.)]
n. de un
pescado
,
IGC
l.c.