< Ἀρείων
Ἀρελᾶτε >
ἄρεκτος
,
-ον
• Prosodia:
[ᾰ-]
no hecho
,
no realizado
ἔργον
Il
.19.150,
τὸ γὰρ γεγενημένον οὐκέτ' ἄρεκτον ἔσται
Simon.98, cf. Hsch.