ἄρδω


I c. ref. a líquidos

1 c. compl. de seres vivos dar de beber ἡ (sc. Ἄρτεμις) ... ἵππους ἄρσασα ... Μέλητος h.Hom.9.3, Σιμόεντος ... ἄρσαμεν ἵππους Euph.97, ἦρσε τὸν ἵππον Hdt.5.12, c. el río como suj. Ἵππαρις ... ἄρδει στρατόν Pi.O.5.12
en v. med. beber ἀρδόμενοί τ' οὐρῆες ἐμῶν ἱερῶν ἀπὸ πηγέων h.Ap.263, τὰ ὑποζύγια μοῦνα ἀρδόμενα ἀνεξήρηνε (λίμνην) Hdt.7.109.

2 de campos y cultivos, c. ríos como suj. regar, irrigar Σπερχειὸς ἄρδει πεδίον A.Pers.487, cf. 806, Timocl.17.5, τὰς ἀρούσας Hdt.2.44, Αἴγυπτον ... τὴν ὁ Νεῖλος ... ἄρδει Hdt.2.18, cf. 2.13, σικύου σπέρματα Thphr.CP 5.6.6
c. suj. de pers., abs. οἱ γεωργοὶ πειρῶνται ... ἄρδειν Arist.GC 335a14
mojar τὸ χιτώνιον Theoc.15.31
humedecer τὸ δέρμα Pl.Ti.76a
en v. pas. Κυδώνιαι μηλίδες ἀρδόμεναι ῥοᾶν ἐκ ποταμῶν Ibyc.5.2, ἀρδομέναν ... χθόνα Ar.Nu.282, ἡ χώρη τῶν Ἑλλήνων ... οὐ ποταμοῖσι ἄρδεται Hdt.2.13, ὁ σῖτος ... χερσί ... ἀρδόμενος Hdt.1.193, ὅσα θερμῷ ἄρδεται Arist.Pr.898a8, ποταμὸς Τρίτων, ᾧ ὕπο πᾶσα ἄρδεται Ἠερίη A.R.4.270, cf. 4.1735
uso cóm. en sent. fig. ἄρδω σ' ὅπως ἀμβλαστάνῃς te riego para que vuelvas a estar verde (e.e. te rocío de agua) Ar.Lys.384, τὸν νοῦν ἵν' ἄρδω para regar mi inteligencia (con vino), Ar.Eq.96, 114, συμποσίοις ἄρδοντες αὑτούς Pl.Phdr.276d, οἶνος ἄρδων τὰς ψυχάς X.Smp.2.24.

II fig.

1 favorecer, acrecentar εἴ τις ὄλβον ἄρδει Pi.O.5.23
regar, fecundar τὰν Ψαλυχιαδᾶν πάτραν Χαρίτων ἄρδοντι καλλίστᾳ δρόσῳ riegan la patria de los Psaliquíades con el más bello rocío de las Gracias Pi.I.6.64, τοῦ μὲν πατρὸς τὸ λογιστικὸν ἐν τῇ ψυχῇ ἄρδοντός τε καὶ αὔξοντος en tanto que su padre fecunda y acrecienta la parte racional de su alma Pl.R.550b, οἱ γλυκεῖς ... λόγοι ... ἄρδουσι τὸ νόσημα Them.Or.22.277a, cf. Ph.1.452, en v. pas. ἡ ψυχὴ ... ὅταν νάματι ποτίμῳ ἄρδηται Ph.1.249, cf. Plot.2.9.3, ὑπὸ μύθοις ἄρδομαι AP 9.661 (Iul.Aegypt.).

2 derramar bienes, en v. pas. ἵνα ... ὑπὲρ τῶν ... ἀρδομένων ... ἀγαθῶν ὁ θεὸς εὐχαριστῆται Ph.1.497.
• Etimología: Etim. dud., quizá deriv. de la raíz *er-/*or-/*- ‘mover’ < *H3er-, cf. gr. ὄρνυμι, y rel. c. ai. árdati ‘fluye’. Si la α es larga quizá habría que postular *ἀ-Ϝάρδω c. vocal protética ante Ϝ (Kretschmer).