< Ἀράγκας
ἀραγμός >
ἄραγμα
,
-ματος, τό
• Prosodia:
[ᾰ]
1
acción de golpear
τυμπάνων
E.
Cyc
.205.
2
medic.
fractura
Sor.
Fract
.156.22.
• Etimología:
Cf. ἀράσσω.