ἄπταιστος, -ον


I 1que no se cae ἵππος X.Eq.1.6
fig. que no se equivoca, seguro, infalible de pers. ναέται Δελφῶν Limen.43, αὐτὸς ἐν τῷ βίῳ ἄ. Epict.Gnom.52, θεοὶ διδασκάλων ἀπταιστότατοι Max.Tyr.38.1, de Dios, lit. crist. en PMich.inv.6427a.1.4 en ZPE 14.1974.194, de la hormiga ἄ. εἰς αὐτὸν (τόπον) παραγίνεται Horap.1.52, de abstr. βίος Luc.Am.46, ζῳή Plot.5.3.17, νοεῖν μὲν γάρ ἐστιν κατάληψις ἄ. τοῦ νοητοῦ Alex.Aphr.in Metaph.713.12, ἐπίγνωσις Theol.Ar.17, ἀλήθεια Iambl.Myst.3.31, τὸ ἔργον D.H.Dem.52, cf. Call.Fr.17.4
subst. τὸ ... ἀπταιστότερον τοῖς ἀξιώμασι παρακολουθεῖ Ptol.Tetr.4.3.6.

2 fig. indemne, intacto, conservado ὁ τῶν πάντων δυνάστης ἀπταίστους αὐτοὺς ἐρρύσατο ὀμοθυμαδόν LXX 3Ma.6.39, de la nieve, Plu.2.691d.

II que no hace caer ὁδὸς ἄ. camino sin tropiezos Max.Tyr.34.2.

III adv. -ως con seguridad, sin fallo ὁ δὲ ... ἀ. ... ἔρχεται ἐπὶ τὰς μαθήσεις Pl.Tht.144b, ἀ. τυγχάνειν τοῦ τέλους Gal.14.230, εἶπον αὐτὰ ἀ. D.C.75.4.6, τὸ δ' ἐμπείρως ἐστὶν ... ἀ. Arr.Epict.2.13.21, αὐτοὺς ἀ. προπέμπειν Clem.Al.Strom.1.24.163, cf. Hsch.