< ἀππαλλάζειν·
ἀππάομαι >
ἄππαμα
,
-ματος, τό
plu.
débitos
,
sumas que hay que cobrar
τἀππάματα
IG
7.3172.163, 168, 171, 174 (Orcómeno III a.C.).
• Etimología:
Cf. ἀππάομαι.