ἄπονος, -ον
• Morfología: [compar. irreg. ἀπονέστερος Pi.O.2.62]
I
βίοςSimon.18.3,
χάρμαPi.O.10.22,
οἶκοιA.Pers.861,
πᾶν ἄπονον δαιμονίωνA.Supp.100,
τύχηS.OC 1585,
μισθόςE.Ep.5.15,
χάριςAnd.2.22,
τὸ εὖ πάσχεινArist.EN 1168a24,
οἱ καταπέλταιLXX 4Ma.11.26,
τοξικόνStr.3.4.18,
ὕπνοςEranos 13.1913.87,
ἀπονώτατος τῶν θανάτωνla más fácil de las muertes Pl.Ti.81e,
ἀπονώτερον τὸ ὀξύel sonido agudo (requiere) menos esfuerzo Thphr.Fr.89.6.
2 libre de trabajo, esfuerzo o dolor
οὐρανόςArist.Cael.284a15
•de pers.
ἐὰν τῆς ἀρετῆς ... μέμνῃ, ὦ τέκνον, καὶ ἄπονος ἔσῃ καὶ θαρρήσειςPlu.2.241e,
ἑρπετοδήκτους ... ἀπόνους ποιοῦσα (ῥίζα)Dsc.3.96, c. gen.
ὅτι τῆς πλε(υ)ρᾶς ἄπον[ον] με ἐτήρησε[νSEG 6.213.10 (Eumenea)
•medic.
ἡ ἐμβολήHp.Art.79,
αἱμορροΐδεςArist.PA 668b19,
ἀρτηρίαιAret.SA 2.1.2
•compar. neutr. como adv. sin esfuerzo
καὶ ἀπονώτερον τὴν Τροίαν εἶλονTh.1.11.
3 que alivia el dolor
ἐπάντλημαAret.CD 2.12.2,
(φάρμακα) ἀπονώταταAret.CA 1.6.3.
II de pers. perezoso
μαλακὸς καὶ ἄ.X.HG 3.4.19, cf. Lac.5.8, Nicoch.5,
ἄ. πρὸς τὰ τοῦ σώματοςPl.R.556b.
III adv. -ως sin trabajo, sin esfuerzo
ἕξεις ἀ. ... τὰ ἐκείνων βουλεύματαHdt.9.2, cf. X.Mem.2.1.31, Heraclid.Pont.55, Lib.Decl.31.20,
ἢν δὲ ... μήτε πύον ἀναβήσσῃ ... ἀ.Hp.Prog.23,
ἐκομίζετο ... ἀλύπως καὶ ἀ.Longus 1.30.