ἄπλοος, -ον
I no navegable
ἄ. δ' ἡ θάλαττα ὑπὸ τῶν ... λῃστῶν γέγονενD.18.241, cf. Plu.Cim.12,
ΠόντοςPlb.4.38.7,
ἅλμηA.R.4.1271,
ὕδωρMusae.204,
αἰθήρNonn.D.6.358.
II
τριήρειςAnd.3.5,
ἑπτὰ δέ τινες (νῆες) ἄπλοι ἐγένοντοTh.7.34,
ἀπλοώτεραι (νῆες)Th.7.60.
2 de pers. mal marinero
ναύκληρον ... ποιήσας ἄπλουνCrito Com.3.2
•no marino
ἨχώNonn.D.6.319.