ἄπηκτος, -ον
1 insolidificable
ἀ. ὅσα μὴ ἔχει ὑγρότηταArist.Mete.385b1,
ἀήρArist.GA 735b30,
πιμελήArist.HA 520a8,
τὸ ὑγρόνArist.Sens.438a22.
2 que no es sólido
θεμέλιαSor.34.23.
ἀ. ὅσα μὴ ἔχει ὑγρότηταArist.Mete.385b1,
ἀήρArist.GA 735b30,
πιμελήArist.HA 520a8,
τὸ ὑγρόνArist.Sens.438a22.
θεμέλιαSor.34.23.