ἄοσμος, -ον


que no despide olor op. εὔοσμος, τὸ ... ἄοσμον ... εὔοσμον γίγνεται Thphr.CP 6.17.11 (= Democr.A 163), τά τε γὰρ στοιχεῖα ἄοσμα Arist.Sens.443a10, αἱ σκωρίαι Arist.Sens.443a19
del vino ligero οἱ (οἴνοι) μὲν γὰρ γλυκεῖς ὅλως ἄοσμοι Thphr.CP 6.16.5.