ἄοπλος, -ον
I
2 fig. indefenso, inerme, desarmado
φύσιςPl.Prt.321c, de los atenienses, D.13.15,
τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος καὶ ἄοπλαe.d. la espalda, X.Cyr.3.3.45,
ὁ ἄνθρωπος γυμνὸς καὶ ἄοπλοςPlu.2.98d,
παρρησία ἄ. οὖσαD.C.39.39.5.
3 de un carro no falcado X.Cyr.6.4.16.
II adv. -ως sin armas de la Virgen
καταβάλλουσα ἀόπλωςHymn.(AS 1 p.530),
ἀόπλως τροπούμενοςRom.Mel.65.proem.