ἄογκος, -ον
1 delgado
σῶμα ... ἔσται ἀογκότατονHp.Nat.Hom.9.5.
2 inmaterial
ὅσα δὲ φυσικὰ καὶ ῥέπει ταῖς ἐνεργείαις εἰς ὕλην, ταῦτα καίπερ ἄογκα καὶ ἀσώματα ὄνταSyrian.in Metaph.143.22
•que no tiene volumen o masa
τὸ ἔλαττον ... οὐδὲ παραθετέον ὄγκον πρὸς ἄογκον ἐν μετρήσειPlot.6.4.5, cf. Porph.Sent.27, Dam.Pr.372
•τὸ ἄ. lo que carece de masa corpórea
τὸ ἄ. καὶ τὸ ἕνPlot.6.1.26.