ἄντᾰ


I adv. c. verb. de mov. y asimilados (‘ver’, ‘mirar’, etc.) de frente ἄ. ἰδῶν Il.13.184, εἰσιδεῖν ... ἄ. E.Alc.877, εἴδεται ἄ. πελιδνή Nic.Th.238, ἄ. τιτυσκόμενοι Od.22.266, σκοποῦ ἄ. τυχεῖν Pi.N.6.27, ἄ. δ' ἤειδ[εν Archil.133.8, θεοῖσι γὰρ ἄ. ἐῴκει Il.24.630, κἄντα πρὸς ἑπταπόρου στᾶσε σε GVI 1485.4 (Mileto I/II d.C.)
cuerpo a cuerpo ἄ. μάχεσθαι Il.19.163.

II prep. c. gen.

1 frente a Ἤλιδος ἄ. Il.2.626
delante de ἄ. παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα Od.1.334, ἄντ' ὀφθαλμοῖϊν Od.4.115, ἄ. σέθεν Od.4.160, ἄ. μνηστήρων Od.22.232
subst. parte delantera τοῦ ἄντα καὶ τῶν τοῦ πέρα (las cepas) de la parte anterior y posterior, POxy.117.8 (II/III d.C.).

2 c. idea de hostilidad contra Διὸς ἄ. ... πτολεμίζειν Il.8.428, Διὸς ἄ. ... ἔγχος ἀεῖραι Il.8.424, ἄ. σέθεν ... μάχῃ ... εἶναι Il.21.331, εἴ κέ μευ ἀ. στήῃς Il.17.29, Αἴαντος ... στήμεναι ἄ. Il.17.167.

3 equivalente a, semejante a ἕρπει ἄ. τῶ σιδάρω τὸ καλῶς κιθαρίσδην Alcm.41.
• Etimología: De ide. *ani-, cf. ai. anta- ‘fin’, ‘término’ y anti ‘cerca de’, gr. ἀντί, arm. and ‘allí’, gót. and como prep. y preverbio, etc. A su vez, *ant- viene de *H2ent-, cf. het. ḫanti ‘separadamente’.