< ἀντόμνυμι
ἀντοναί >
ἄντομος
,
-ου, ὁ
1
sicil.
estaca
Hsch.
2
camino vecinal
,
atajo
ἀπὸ τῶ ἀντόμω τῶ hυπὲρ Πανδοσίας ἄγοντος
TEracl
.1.12, cf. 15, 2.13.
• Etimología:
Cf. ἀνατέμνω.