ἄνοστος, -ον
I
πάντας ὄλεσαν καὶ ἔθηκαν ἀνόστουςOd.24.528,
ἄ. εἴηνque no regrese E.IT 751,
πάντες ἐγένοντο ἄνοστοιArist.Fr.145,
ἡβάσεις ἥβαν ... ἀνοστοτάτανAP 7.482, cf. Hsch.
2 que no tiene regreso, del que no se regresa
τύχηLyc.1088.
II
γένοιτο αὐτῷ ... τὰ νόστιμα ἄνοσταSEG 6.802.23 (Salamina de Chipre), del grano, Thphr.CP 4.13.2.
2 poco nutritivo
ὁ ὀρρόςSor.70.19
•fig. dañino, nocivo Cyr.Al.M.68.960D.