ἄνοσος, -ον
• Alolema(s): jón. y ép. ἄνουσος
I
ἀσκηθέες καὶ ἄ.Od.14.255,
τὰ δὲ ἄλλα διετέλεον ἄνοσοιHp.Epid.1.14,
ἄ. καὶ ἀγήραοιPi.Fr.143,
ἄπηρος δέ ἐστι, ἄ., ἀπαθὴς κακῶν, εὔπαις, εὐειδήςHdt.1.32,
λῷστον δὲ τὸ ζῆν ἄ.S.Fr.356,
ἐκεῖνοιPl.Phd.111b,
ἕξιςPlu.Cic.8
•fig.
ἕνα ὅλον ὅλων ἐξ ἁπάντων ... ἄνοσον αὐτὸν ἐτεκτήνατοPl.Ti.33a,
λόγοςPlu.2.7a
•en gener. libre de c. gen.
ἄ. κακῶνE.IA 982
•c. giros preposicionales: c. πρός:
τοὺς δὲ ἐλέφαντας πρὸς μὲν τὰ ἄλλα ἀρρωστήματα ἀνόσους εἶναί φασινArist.HA 604a12, c. ἐς:
ἔτος ... ἄ. ἐς τὰς ἄλλας ἀσθενείαςTh.2.49.
2 que no causa mal, inofensivo
λοιβὴ θεοῦE.Io 1201.
II adv. -ως sin enfermedad
διάγεινHp.Epid.1.1,
ζῆνPh.1.267,
ὡς ἀ. ᾤχετ' ἐς ἡμιθέουςIG 5(2).472.13 (Megalópolis II/III d.C.).