ἄνομος, -ον
I
θυσίαA.A.150,
πάθηE.Or.1455,
φόνοςE.Andr.491,
θάνατοςIsoc.10.27
•fig.
τράπεζαHdt.1.162
•de pers. Hes.Th.307, S.OC 142,
Ἐχίονος γόνοςE.Ba.995,
στρατόςS.Tr.1096
•subst. neutr. plu. cosas mal vistas, desafueros Hdt.1.8.
2 que no se sujeta a las leyes de pers.
τοὺς ... ἀνομωτάτους πιστοτάτους ἐνόμιζονIsoc.4.111,
op. νόμιμοςX.Mem.4.4.13, Cyr.1.3.17
•de abstr.
μοναρχίαPl.Plt.502e,
ἐπιθυμιῶν εἶδοςPl.R.572b, del amor PMag.4.1777
•c. gen.
ἄνομος Θεοῦ ἀλλ' ἔννομος Χριστοῦque esta fuera de la ley mosaica pero dentro de la de Cristo, 1Ep.Cor.9.21
•juego de palabras
νόμος ἄνομοςun canto que no es un canto de un canto de duelo, A.A.1142
•injusto por op.
δίκαιος, ἄνομα δρῶντα κοὐ δίκαιαE.IA 399,
ἄ. ἔργονGorg.B 11a.36,
ἡμῖν ἄνομα παθοῦσιν ἀνταπόδοτε χάριν δικαίανTh.3.67.
3 ilegal de cosas
κατοχήPOxy.237.7.11 (II d.C.).
II adv. -ως en forma ilegal, ilegalmente
ἀ. ἄλλᾳ ξυνοικεῖ πόσις συνεύνῳE.Med.1000,
ὅστις ... ἀ. τινὰ ἀποκτείνειAntipho 4.1.2,
τὸ ἱερὸν ἀ. ... νέμονταιTh.4.92,
ἐδήλου ἀ. πεπραμένον εἶναι τοῦτον τὸν κη[πό]ταφονSB 10044.9 (I d.C.).