< ἀνόϜες
Ἄνοζος >
ἄνοζος
,
-ον
• Alolema(s):
tb.
ἄοζος
Thphr.
HP
1.5.4
que no tiene ramas
τῶν δένδρων ... τὰ μὲν ὀζώδη τὰ δ' ἄνοζα
Thphr.
HP
1.8.1, cf. l.c.