ἄνιππος, -ον
1 de pers. que carece de caballo
ἄνιππός εἰμι καὶ βουνομίας ἀδαέστεροςPi.Fr.52d.27,
ἀλλ' οὐ περιόψεταί μ' ὁ θεῖος Μεγακλέης ἄνιππονAr.Nu.125, cf. Plb.10.40.10, PSorb.12.2, 6 (III a.C.)
•como subst. soldado de a pie, infante
ἱππόται δέ εἰσι καὶ ἄνιπποι ... καὶ τοξόταιHdt.1.215, cf. S.OC 899.
2 que no sabe equitación
μηδὲ ἱππεύειν ἄνιππονPlu.2.100a.
3 de lugares difícil de atravesar a caballo
Αἴγυπτος ἐοῦσα πεδιὰς πᾶσα ἄνιππος καὶ ἀναμάξευτος γέγονεHdt.2.108,
τόποςD.H.2.13, cf. Aen.Tact.8.4.