< ἀνθικός
Ἄνθιμος >
ἄνθῐμος
,
-η, -ον
hecho de flores
μελίσσης ἄ. εἶδαρ
Orph.
L
.735
•
subst. ὁ ἄνθιμος
vestido de flores
Aq.
Ez
.16.13.