< ἀνερκής
ἀνερμάτιστος >
ἄνερμα
,
-ων, τά
quizá
pendientes
ἄνερμα τοῦ ἱ[ερ]οῦ ἀργύρου
IG
2
2
.1544.24 (Eleusis IV a.C.).