ἄναρχος, -ον
I
ἄναρχοι ἔσανIl.2.703,
στράτευμαE.IA 914,
θρέμμα ἄναρχονanimales sin guardián Pl.Lg.639a,
ἄναρχον μηδένα εἶναι, μήτ' ἄρρενα μήτε θήλειανPl.Lg.942a,
(ζῷα) τὰ μὲν ὑφ' ἡγεμόνα ἐστὶ τὰ δ' ἄναρχαArist.HA 488a11.
2 subst. τὸ ἄ. anarquía A.Eu.696.
3 durante el que no hay magistrados
ἔτοςGDI 5635 (Teos).
II que no tiene cualidades para mandar
ὁ στρατηγὸς ἐξίσταται τῆς ἀρχῆς τοῖς ἀναρχοτάτοις;Max.Tyr.15.5.
III
ἄναρχον ἄπαυστονParm.B 8.27,
ἄναρχον ἄρα καὶ ἀτελεύτητον τὸ πᾶνOcell.1.3,
κατάληψιςS.E.M.7.312,
κύκλοςProcl.Inst.146
•de libros falto del comienzo Papp.1116.6,
τὰ βιβλία ... ἔξω ἀνάρχων καὶ διεφθωρότων (sic) καὶ σητοβρότωνSB 7404.28 (II d.C.),
δίκηPLips.33.2.5 (IV d.C.)
•sin proemio
ποίημαAch.Tat.Fr.3 (p.81).
2 que carece de principios primeros
τέχνηS.E.M.1.180.
3 adv. -ως sin comienzo, sin principio
πνεῦμα ἀ. καὶ ἀχρόνως τὸν υἱὸν ἐγέννησενEpiph.Const.Haer.69.36, cf. Clem.Al.Strom.7.2.7.