ἄναμμα, -ματος, τό


1 nudo, confluencia ἄναμμα δὲ τῶν φλεβῶν τὴν καρδίαν Longin.32.5.

2 masa ígnea del sol ἄ. νοερὸν ἐκ θαλάττης Heraclit. en Placit.2.20.16, tb. en Zeno Stoic.1.35, Cleanth.Stoic.1.112, los estoicos en Plu.2.890a (= Placit.2.20.4), de la luna κισηροειδὲς ἀ. Placit.2.13.9 (= Diog.Apoll.A 14).