ἄναλλος, -ον


que es al revés πάντα δ' ἄναλλα γένοιτο que todo sea al revés Theoc.1.134, cf. AP 5.299.9 (Agath.) (var.), ἄναλλα τὰ πάντα ποιεῖν Eust.1000.31
ἄναλλα κάταλλα· ἄνω καὶ κάτω Hsch.