ἄναγνος, -ον


1 impuro, manchado por el crimen ἔργα A.Ch.986, τροπαία A.A.220, χείρ E.Hipp.1448, cf. S.OT 823, Antipho 2.1.10
impuro, inmundo ἄνθρωποι I.Ap.1.306, βίος Orac.Sib.3.496, συμπλοκαί 1Ep.Clem.30.1, ἁγνεία Ph.1.156.

2 adv. -ως impuramente καταψεῦσαι Ph.1.2, cf. Poll.1.32.