ἄμῠδῐς
• Prosodia: [ᾰ-]
eol. por ἅμα Sch.D.T.25.281
1 juntamente, junto
ἄσπετος ὦρτο κυδοιμὸς θυνόντων ἄ.Il.10.524,
σὺν δ' ὀστέ' ἄραξε πάντ' ἄ. κεφαλῆςIl.12.385,
ὅς τ' ἀνὰ πίση δενδρήεντ' ἄμυδις φοιτᾷ χοροήθεσι νύμφαιςh.Hom.19.3, cf. Il.10.300, 13.336, 20.374, A.R.1.311, Call.Fr.295.
2 a la vez, al tiempo
Ζεὺς δ' ἄμυδις βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηῒ κεραυνόνOd.12.415,
ἄμυδις δ' ἄρ' ἀπ' οὐρανοῦ ἠδ' ἀπ' ὈλύμπουHes.Th.689, cf. Sc.345, h.Cer.255, A.R.1.961, 4.482, Opp.H.2.547.