< ἄμφοδον
Ἄμφοδος >
ἄμφοδος
,
-ου, ἡ
barriada
αἱ ἐν ταῖς ἀ. κρῆναι
Gal.4.266, cf. Procop.
Aed
.2.3.24, 2.10.22.