< ἀμυγδαλώδης
ἀμυγμός >
ἄμυγμα
,
-ματος, τό
• Prosodia:
[ᾰ-]
desgarrón
,
arañazo
πολιᾶς ἄμυγμα χαίτας
S.
Ai
.634,
ὀνύχων τε δάι' ἀμύγματα
E.
Andr
.827, cf. Hsch.