ἄμορφος, -ον
• Morfología: [sup. ἀμορφέστατος Hdt.1.196]
I
γῆραςMimn.5.2,
γυναῖκεςHdt.1.199,
παρθένοςHdt.1.196,
πόσιςE.Fr.909.4,
γάμοςE.Fr.405,
ἸησοῦςOrigenes Cels.6.76, cf. X.Smp.8.17, Luc.Nec.16, Tim.27, Symp.18,
λύγξE.Fr.863,
κύνεςX.Cyn.3.5,
ἄνθηLuc.DMort.18.2,
γῆPlu.2.158d,
εἰκώνPlu.2.754a,
ὃς (ref. a un mal pintor) ... ἄ. σώματ' ἐξεργάζεταιGr.Naz.M.37.1220A,
ὦταArtem.1.24
•c. ac. de rel.
ἀτὰρ τὸ μὲν σῶμ' οὐκ ἄμορφος εἶE.Ba.453,
τοὺς ... τὴν ὄψιν ἀμόρφουςArist.Fr.101
•c. dat.
δυσχλαινίᾳ τ' ἄμορφοςE.Hec.240
•c. inf.
δακρύειν μὲν τὸν τετελευτηκότα ἐπιτάττειν ἢ μὴ ἄμορφονllorar al muerto no es conveniente ni ordenarlo ni prohibirlo Pl.Lg.960a
•deshonroso, vergonzoso
ἕδραιPl.Lg.855c.
2 informe, amorfo, no organizado fil. de los primeros principios, Emp.B 154,
τὸ ὑποκείμενονArist.Cael.306b17,
εἶδοςPl.Ti.51a,
ἀρχαίThphr.Metaph.14,
ὕληTi.Locr.94a, LXX Sap.11.17, Plu.2.1003b, Heraclit.All.43, Ph.2.261
•c. gen.
ἄμορφον ὂν ἐκείνων ἁπασῶν τῶν ἰδεῶνsin participar de todas sus formas Pl.Ti.50d
•subst.
ἡ ὕλη καὶ] τὸ ἄ. ἔχει πρὶν λαβεῖν τὴν μορφήνArist.Ph.191a10
•en gener.
(ἀκέφαλος μῦθος)Pl.Lg.752a,
τύποιPlu.2.636c,
σκιάAgatharch.7, cf. Dion.Ar.DN M.3.824B.
II adv. -ως feamente
χωρὶς τῶν ἀ. προπεπτωκότων μαζῶνLuc.Am.41,
πεπλασμένον μὲν ἀμόρφωςVit.Aesop.G 7.