ἄμνηστος, -ον
• Alolema(s): dór. ἄμναστος Theoc.16.42
1 olvidado
ἄμναστοι ... μακροὺς αἰῶνας ἔκειντοTheoc.l.c.,
οὐδ' ἄμνηστον ... κῦδος μαρανθὲν ἐγκατακρύψεις ζόφῳno cubrirás de polvo en el olvido tu fama, al marchitarse Lyc.1230,
ἄ. ὕμνοςNic.Fr.104,
Θεαγένην ἄμνηστον ἀφήκατεOrác. en Paus.6.11.8,
δολίην ἄμνηστον ἐάσας ... φιλότηταNonn.D.17.6, c. gen.
μηδὲν ἄμνηστον τῶν παρ' αὐτοῖς πραττομένωνI.Ap.1.9.
2 act. que olvida Phryn.PS p.20B.,
ἀῆταιNonn.D.36.400, c. gen.
ἀμπλακίης ἀ.Nonn.Par.Eu.Io.20.23.