ἄμμορος, -ον


I gener. c. gen.

1 no partícipe, que no participa λοετρῶν Ὠκεανοῖο Il.18.489, Od.5.275, ἱερῶν h.Cer.481, ἁπάντων καλῶν Pi.O.1.84, πάντων ἄ. ἐν βίῳ S.Ph.182, τεῶν δώρων Isyll.71, λήθης Sulp.Max.C.b.4, ἐσθλῆς τίδος IUrb.Rom.1305.11 (II a.C.), πόθων Nonn.D.29.145
tb. c. valor de pasado que no ha participado, sin haber participado εὐνῆς Nonn.D.15.361.

2 que ha perdido τέκνων E.Hec.421
privado de, sin κεράων ... δέμας ἄ. Nic.Th.322, δέμας ἄμμορον ἀλκῆς Opp.H.2.144, οὐ γάρ τις ὀιζυρῆς κακότητος ἄ. Q.S.1.430, οὐκ ἔθελες ζώειν περικαλλέος ἄμμορος Ἡροῦς Musae.89.

II 1abs. infortunado, malaventurado οὐδ' ἐλεαίρεις παῖδά τε νηπίαχον καὶ ἔμ' ἄμμορον Il.6.408, cf. 24.773, Hippon.8.1.

2 inhábil οὐκ ἄ. ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας Pi.N.6.14.