< ἀμέλλητος
ἀμελῴδητος >
ἄμελξις
,
-εως, ἡ
• Prosodia:
[ᾰ-]
ordeño
γλάγεος
Pi.
Fr
.106.4,
νομάδων
LXX
Ib
.20.17,
τοῦ γάλακτος
Vit.Aesop
.W.48.