< ἀλλοτύπωτος
Ἀλλούκιος >
ἄλλου
adv.
en otra parte
ἐ[π]ὶ τῷ ἄλλου τὴν κατοικίαν ἔχειν <με>
UPZ
161.14 (II a.C.), cf. 160.18 (II a.C.); v. tb. ἄλλει, ἄλλῃ.