< ἄλλιξ
ἀλλιτάνευτος >
ἄλλιστος
,
-ον
inexorable
ἀλλίστοιο πύλας ἔβαν Ἀϊδονῆος
Euph.122.4,
ᾍδης
AP
7.643 (Crin.),
IUrb.Rom
.1290 (II/III a.C.).