ἄλκῐμος, -ον
I
ΤρῶεςIl.11.483,
Τυδέος ἄ. υἱόςIl.6.437, de Heracles
Διὸς ἄ. υἱόςHes.Sc.320, Pi.O.10.44, cf. B.18.38,
Ἀλκμήνης ... ἄ. υἱόςHes.Th.526, 950,
νέκυςde Aquiles, Pi.Fr.52f.98,
ΑἴαςIbyc.1(a).34,
παῖςB.5.146,
ΚάρεςSimon.14.32.1,
νέοιB.18.13,
νεανίαιCarm.Pop.24.1,
βρέφοςNonn.D.25.492,
φίλοιAnacr.75,
ἄνδρεςPi.N.5.15,
ἀνήρPl.R.614b,
οὐ γὰρ αἰχμητὴς πέφυκεν, ἐν γυναιξὶ δ' ἄλκιμοςhabla Pílades de Menelao, E.Or.754,
Κύριε ... ἄλκιμε ἀλκιμοτάτωνPMag.13.607,
βάρβαροιHdt.5.49,
ἔθνοςHdt.1.79, 201,
λεώςHdt.8.136, cf. Il.11.483, X.HG 7.4.30, Cyr.4.22
•ref. al ánimo valeroso, animoso de un enfermo
τὸν νοσέοντα χρὴ ἄλκιμον ἔμμεναιAret.SD 1.1.2,
ἦτορIl.5.529, Callin.1.10,
θυμόςTyrt.6.17
•tb. de anim. fuerte, vigoroso, resistente
θηρία ... ἐς ἀλκὴν ἄλκιμαHdt.3.110,
σφῆκεςArist.HA 628b6,
τὰ ἀλκιμότερα τῶν ζῴωνAret.SA 2.2.17, cóm.
λαγοὶ δράκοντές τ' ἄλκιμοιEpich.53.2
•neutr. como adv.
ἄλκιμον ἰθὺς ὀρούειOpp.C.3.76.
2 de armas potente, ardido
ἔγχοςIl.3.338,
δοῦρε δύωIl.11.43, Od.22.125.
3 impetuoso, violento
μάχηE.Heracl.683
•de la virulencia de una enfermedad
ἡράκλειον (πάθος), ὅτι τοῦδε μέζον οὐδὲν οὐδὲ ἀλκιμώτερονref. la elefantiasis (c. doble sent. sobre Heracles), Aret.SD 2.13.8.
II que da valor, que vigoriza
ὕδωρPlu.2.669b.