< *Ἀλκᾶς
*ἈλκάϜων >
ἄλκασμα
,
-ματος, τό
hazaña
τοῖσδε θηρῶν ἐκπύ[θοιο πλέον ἂν ἢ] ἀλκασμάτ[ω]ν
S.
Fr
.314.253.