ἄλεκτος, -ον


I 1indecible, indescriptible συμπαθείη Hp.Ep.13, ἄλεκτον ἦν τὸ συμβαῖνον Plb.30.22.12, σπουδὴ ἄ. ὑπὲρ τῆς νίκης Luc.Anach.12.
neutr. como adv. ἄλεκτα παθεῖν Pherecr.168.

2 indivisible Hsch.

II adv. -ως indescriptiblemente Didym.M.39.520D.